- δικαστήρι
- το (AM δικαστήριον) [δικαστήρ]1. τόπος όπου γίνονται οι δίκες, το οίκημα όπου εδρεύουν οι δικαστικές αρχές2. το σύνολο τών δικαστών που εκδικάζουν μια υπόθεση («το δικαστήριο αποφάσισε», «ἀνέστη τὸ δικαστήριον» — σηκώθηκαν οι δικαστές)3. φρ. «καθίζω κάποιον στο δικαστήριο», «δικαστήριον καθίζω τινί» — κατηγορώ κάποιον ενώπιον τών δικαστώνμσν.- νεοελλ.η διεξαγωγή τής δίκης («δεν έγινε σήμερα δικαστήριο», «ὀφείλω σε νικᾱν ἐν τῷ παρόντι δικαστηρίῳ»)αρχ.1. η κατηγορία2. το γραφείο τού κυβερνήτη στην Αίγυπτο.
Dictionary of Greek. 2013.